-
1 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
2 середина
-ы θ.η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•
бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•
середина круга το κέντρο του κύκλου•
в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•
в -е века στα μέσα του αιώνα.
|| ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•
в самой -е καταμεσής•
в самой -е дня το καταμεσήμερο•
в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.
εκφρ.середина на половину – βλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка. -
3 перегон
1. (участок пути между двумя станциями) το τμήμα, η απόσταση (διανυόμενη μεταξύ δυο στάσεων), το «σκέλος» 2. (действие) η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегон
-
4 начало
-а α.1. αρχή•начало пути αρχή του δρόμου•
начало и конец αρχή και τέλος•
брать начало αρχίζω.
2. έναρξη, ξεκίνημα•начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•
в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•
начало спектакля έναρξη θεάματος.
3. βάση, θεμελιώδης αρχή•социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•
коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•
начало равенства αρχή της ισότητας•
на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.
4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•-а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.
5. αιτία•праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.
6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.
εκφρ.в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•доброе начало – половина дела – παρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•под -ом – υπο τις διαταγές•по -у – από την αρχή, εξ αρχής. -
5 сокращение
-я ουδ.1. συντόμευση, βράχυνση, κόνταιμα• περικοπή, κόψιμο•сокращение пути συντόμευση του δρόμου.
2. μείωση, ελάττωση, λ ι-γόστεμα• περιορισμός•-вооружений ελάττωση των εξοπλισμών.
3. απόλυση από την εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργατικής δύναμης ή του προσωπικού).4. συστολή•сокращение мышц συστολή των μυών.
5. (μαθ.) απλοποίηση•сокращение дроби απλοποίηση κλάσματος.
6. περικοπή, κόψιμο•перевод статьи с -ями μετάφραση του άρθρου με περικοπές.
7. σύντμηση λέξης. -
6 дальность
-и θ.1. το μάκρος, μακρότητα, μεγάλη απόσταση•дальность пути το μάκρος του δρόμου•
средная дальность перевозок грузов μέση απόσταση μεταφοράς φορτίων.
2. το βεληνεκές, η εμβέλεια•дальность полета снаряда το βεληνεκές του βλήματος.
-
7 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
-
8 отрезок
отрез||окм1. (ограниченная часть чего-л.):\отрезок линии τμήμα εὐθείας· \отрезок времени τό χρονικό διάστημα· \отрезок пути τό ' μέρος τοῦ δρόμου·2. \отрезокки мн. ист. τά κομμάτια γῆς. -
9 отрезок
-зка α.1. κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα•-ки ткани κομμάτια υφάσματος.,
2. τμήμα, μέρος•отрезок линии τμήμα γραμμής•
отрезок времени χρονικό διάστημα•
отрезок пути τμήμα (μέρος) του δρόμου.
3. παλ. κομμάτι γης.
См. также в других словарях:
ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ I — [Вост. Римская империя, Византия], позднеантичное и средневек. христ. гос во в Средиземноморье со столицей в К поле в IV сер. XV в.; важнейший исторический центр развития Православия. Уникальная по своему богатству христ. культура, созданная в В … Православная энциклопедия